Διαδραστική Παρουσίαση Βιβλίου – Οι Περιπέτειες Ενός Κουνελιού – Ιωάννα Πίττα !!!

Κυριακή 29 Απριλίου 2018, Ώρα 11:30 στο Ραδιομέγαρο Μεσολογγίου !! 

Ο ρόλος του παραμυθιού στην γνωστική και ηθική ανάπτυξη του παιδιού !!

1. Η συμβολή της φαντασίας και της αφήγησης στην κατανόηση του κόσμου

Η λέξη παραμύθι προέρχεται ασφαλώς από την αρχαία ελληνική λέξη «παραμύθιον», που σήμαινε «παρηγοριά, ανακούφιση, ενθάρρυνση και αργότερα έλαβε και τη σημασία της φανταστικής ιστορίας, η οποία αποσκοπούσε στο ίδιο αποτέλεσμα». Το παραμύθι κινείται σε ένα πλαστό, χιμαιρικό κόσμο, χωρίς συγκεκριμένη τοπογραφική αναφορά και χωρίς κάποια συγκεκριμένη αναφορά σε πρόσωπο. Τα παραμύθια, εκτός του ότι διεγείρουν το μυαλό του παιδιού και συντελούν στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του, συνάμα το προμηθεύουν με τρόπους αντιμετώπισης των εσωτερικών προβλημάτων του και των ανησυχιών του. Επιπλέον, τα παραμύθια, αναμειγνύοντας την πραγματικότητα με τη φαντασία, «ενισχύουν την πρωτοβουλία των παιδιών και την ικανότητά τους για αυτονομία με πιο αποτελεσματικό τρόπο από ό,τι οι καθημερινές εμπειρίες της ζωής από μόνες τους». Το στοιχείο της φαντασίας επιτρέπει στο συγγραφέα του παραμυθιού «να εξερευνήσει πολλές όψεις του σύγχρονου κόσμου και των προβλημάτων του και, συνεπώς, να προσφέρει στους αναγνώστες του μια εμπειρία πνευματικής και συναισθηματικής περιπέτειας».

Οι ιστορίες που αφηγούνται τα ίδια τα μικρά παιδιά αποτελούν πολύτιμες πηγές πληροφοριών, οι οποίες, αν αναλυθούν προσεκτικά, «μπορούν να μας πουν πολλά πράγματα για το πώς τα παιδιά κατανοούν τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών σχέσεών τους». Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι οι ιστορίες που επιλέγουν να αφηγηθούν τα παιδιά, ακόμη και από την ηλικία των τεσσάρων ετών, σχετίζονται με το φύλο τους, ενώ δανείζονται θέματα, χαρακτήρες, εικόνες, πλοκές και άλλα στοιχεία από τις ιστορίες των άλλων. Στις αφηγήσεις τους ενσωματώνουν στοιχεία από ένα ευρύ φάσμα άλλων πηγών, όπως είναι οι προσωπικές εμπειρίες, τα παραμύθια, τα παιδικά βιβλία, τα δημοφιλή τηλεοπτικά προγράμματα, κ.λπ. Όμως, «δεν μιμούνταν απλώς τις ιστορίες των άλλων παιδιών ούτε απλώς απορροφούσαν τα μηνύματα που στέλνονταν από τους ενήλικες ή την ευρύτερη κουλτούρα. Ήταν ξεκάθαρο ότι, ακόμη και σε αυτό το πρώιμο στάδιο, ήταν σε θέση να οικειοποιηθούν επιλεκτικά τα στοιχεία αυτά, να τα χρησιμοποιήσουν και να τροποποιήσουν κατάλληλα για τους σκοπούς τους». Τα παραμύθια «αποτελούν από τα πιο σημαντικά πολιτισμικά και κοινωνικά γεγονότα της ζωής τους, λειτουργώντας ως μέσα κοινωνικοποίησης και εκπολιτισμού».

Σύμφωνα με τον Propp, η δομή των παραμυθιών ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοτίβο ανεξάρτητα από πολιτισμικές ποικιλίες. Συνήθως ο πρωταγωνιστής αναχωρεί/εκδιώχνεται από το σπίτι ή τον οίκο προκειμένου να ικανοποιήσει μια έλλειψη ή μια απώλεια. Αυτή η αναχώρηση σηματοδοτεί την αναζήτηση της κατάκτησης ιδιοτήτων και ικανοτήτων που θα τον βοηθήσουν να συγκρουστεί με έναν ανταγωνιστή. Συχνά υπάρχει η διάσωση ενός καταπιεσμένου προσώπου ή η επίτευξη ενός σκοπού ο οποίος ακολουθείται από λαϊκές γιορτές. Τα παραμύθια έχουν τις ρίζες τους σε βιολογικά γεγονότα και πολιτισμικές πρακτικές καθώς έχει φανεί ότι ιθ διάφοροι τύποι παραμυθιού αντιστοιχούν σε κοινωνικά θέματα όπως η ερωτοτροπία, η αναπαραγωγή, η εγκατάλειψη, η παιδική κακοποίηση, το κυνήγι, η ανταλλαγή δώρων ή η εξορία.

2. Ο ρόλος της φαντασίας

Τα παιδιά νηπιακής ηλικίας, σε γενικές γραμμές, αναγνωρίζουν τη διαφορά ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα (Cook & Sobel, 2011) καθώς και τη διαφορά ανάμεσα στο πιθανό να συμβεί και στο απίθανο (Schult & Wellman, 1997. Shtulman & Carey, 2007. Sobel, 2004). Τα παιδιά, ακόμη και από την ηλικία των τεσσάρων ετών περίπου, καταλαβαίνουν ότι ορισμένα γεγονότα είναι απίθανο να συμβούν, λόγω του ότι «παραβιάζουν συγκεκριμένους τομείς της αιτιακής γνώσης» (π.χ. Schult & Wellman, 1997. Sobel, 2004. Sobel & Weisberg, 2012), ενώ οι εξηγήσεις που δίνουν είναι συνεπείς με τον τομέα της γνώσης, στον οποίο έλαβε χώρα η αιτιώδης παραβίαση (Sharon & Woolley, 2004). Τα νήπια ηλικίας τεσσάρων ετών είναι σε θέση να αντιληφθούν το κατά πόσο ένας φανταστικός ήρωας μια ιστορίας μπορεί να υπάρξει στον πραγματικό κόσμο (Woolley, Boerger και Markman 2004).
Το στοιχείο της φαντασίας, που υπάρχει έντονα στα παραμύθια, επιτρέπει στα παιδιά να αναλογιστούν και να προβούν σε εικασίες για θέματα της πραγματικότητας που τους επιφέρουν πόνο με πιο ανώδυνο τρόπο από ό,τι αν συναντούσαν τα θέματα αυτά στην πραγματικότητα. «Η φανταστική φύση των χαρακτήρων και του περιβάλλοντος παρέχει συναισθηματική απόσταση στους αναγνώστες, που τους δίνει χώρο για να αναλογιστούν πάνω σε ευαίσθητες και σημαντικές ιδέες με πιο αντικειμενικό τρόπο» (Kurkjian et al., 2006, σ. 492).

3. H πολιτισμική αξία του παραμυθιού

Τα παιδιά στο σύγχρονο νηπιαγωγείο καλούνται να κατανοήσουν και να αποδεχτούν την πολυπολιτισμική συνύπαρξη, να επικοινωνήσουν, να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν μαζί με άλλα παιδιά από διαφορετικές πατρίδες, θρησκείες και πολιτισμούς. Θα πρέπει να μοιραστούν συναισθήματα και ιδέες, να οραματιστούν και να αναζητήσουν κοινούς τρόπους αρμονικής συμβίωσης. Ο λαϊκός πολιτισμός είναι ένα πεδίο μέσα από το οποίο μπορούν να υλοποιηθούν οι παραπάνω στόχοι. Ειδικότερα το λαϊκό παραμύθι, σαν κύριο εκφραστικό στοιχείο του λαϊκού πολιτισμού, θεωρείται κατά τον Μερακλή (1999), ως κατεξοχήν ανθρωπολογικό είδος, που παρουσιάζει μια καθολικότητα ανάμεσα στους λαούς. που εκδηλώνεται ως κοινότητα θεμάτων, αλλά και τρόπων έκφρασης και ποιητικών μορφών, ανάμεσα στους διάφορους (και συχνά διαφορετικούς) λαούς, που υπερβαίνει τα εθνικά όρια. Τα παραμύθια του κόσμου μεταφέρουν τον πολιτισμό και την κουλτούρα της κοινωνίας για την οποία γράφτηκαν. Καθώς οι μικροί μαθητές μαθαίνουν για τον πολιτισμό και την κουλτούρα μιας κοινωνίας, μαθαίνουν ταυτόχρονα για το παρελθόν και το παρόν, καθώς και για τα ήθη και έθιμα του κάθε λαού. Τ παραμύθια του κόσμου, μεταφέρουν τον πολιτισμό των λαών, ο οποίος διδάσκει την κατανόηση και το σεβασμό της διαφορετικότητας των ανθρώπων και προωθεί την ενσυναίσθηση.

4. Καταπολέμηση στερεοτύπων

Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες όπου οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα εξακολουθούν να αναπαράγονται, έχει ξεκινήσει μια πολιτική η οποία επιδιώκει δια μέσου της λογοτεχνίας για παιδιά να εμποτίσει τους μικρούς αναγνώστες με καινούργιες, διαφορετικές αντιλήψεις. Ο στόχος της πολιτικής αυτής είναι διπλός: από τη μια, να επιτευχθεί μια θετική αυτοαντίληψη των παιδιών που ανήκουν στις κάθε είδους μειονότητες και από την άλλη να υπάρξει συμβολή στην κοινωνική και προσωπική ανάπτυξη όλων των παιδιών, απαλείφοντας σταδιακά τις έννοιες της ανωτερότητας του φύλου, της φυλής ή της κοινωνικής τάξης (Κανατσούλη, 2002). Η διαπολιτισμική θεωρία πρεσβεύει ότι όλοι οι πολιτισμοί είναι ισότιμοι μεταξύ τους και ότι δεν πρέπει να κρίνονται με βάση κάποια συγκεκριμένα και προκαθορισμένα κριτήρια, αλλά αντίθετα, ο κάθε πολιτισμός θα πρέπει να αξιολογείται με βάση μόνο τους δικούς του προσανατολισμούς και αξίες (Μαλιγγούδη, 2008).
Οι βασικές αρχές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης σύμφωνα με τον γερμανό μελετητή Essinger. (1991 στο Κεσίδου, 2008) είναι οι εξής:
• Η εκπαίδευση για ενσυναίσθηση (empathy). Σύμφωνα με αυτή την αρχή βασικός στόχος της εκπαίδευσης είναι να ενθαρρύνει τον μαθητή να κατανοεί τους άλλους, να μπαίνει στη θέση τους και να βλέπει τις απόψεις και τα προβλήματά τους μέσα από τη δική τους οπτική γωνία.
• Η εκπαίδευση για αλληλεγγύη. Στόχος και προσπάθεια να αναπτύξουν οι μαθητές συλλογική συνείδηση που υπερβαίνει τα όρια των ομάδων των κρατών και των φυλών και βάση της οποίας όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια αξία.
• Εκπαίδευση για διαπολιτισμικό σεβασμό. Η ανοικτότητα και ο σεβασμός στους ξένους πολιτισμούς και ταυτόχρονα πρόσκληση στους άλλους πολιτισμούς να συμμετέχουν στον δικό μας πολιτισμό.
• Εκπαίδευση στον εθνικιστικό τρόπο σκέψης. Στόχος που αποβλέπει στην εξάλειψη εθνικών στερεοτύπων και προκαταλήψεων, άνοιγμα και επικοινωνία με τους άλλους λαούς.

Το παραμύθι μπορεί να αξιοποιηθεί ως ένα εύχρηστο και αποτελεσματικό μέσο για την επαφή και γνωριμία των παιδιών στα πλαίσια της διαπολιτισμικής προσέγγισης, αφού μέσα από αυτό τα παιδιά γνωρίζουν άλλους πολιτισμούς, καλλιεργούν την αλληλεγγύη και τον σεβασμό για τον «άλλον», την ενσυναίσθηση και την αποδοχή. Το παραμύθι ως μορφή τέχνης έχει τη δυνατότητα να ενώνει τους λαούς και να υπηρετεί τον αιώνιο άνθρωπο, γι’ αυτό ως είδος της παιδικής λογοτεχνίας έχει μέσα του μια παγκοσμιότητα και σκοπεύει όχι μόνο στην απόλαυση, αλλά και στην καλλιέργεια μιας πανανθρώπινης συνείδησης (Αναγνωστόπουλος, 1987). Έχει τη δυνατότητα να συμπεριλαμβάνει μέσα του να συνδέει και να ενώνει μεταξύ τους πολλούς λαούς, χάρη στην ομοιότητα ή και την ταυτότητα ορισμένων μοτίβων και θεμάτων που χρησιμοποιεί (Μερακλής, 1999). Η επιτυχία των παραμυθιών και η παρουσία τους σε όλες τις χώρες και τους πολιτισμούς του κόσμου εδώ και χιλιάδες χρόνια, δείχνει ότι μέσα από τα διάφορα επίπεδα ερμηνείας τους, έχουν να διδάξουν τόσο τους ενήλικες όσο και τα παιδιά. Μέσα από τα παραμύθια τα παιδιά επικοινωνούν τη διαπολιτισμική τους εμπειρία, κατανοούν την εμπειρία των άλλων συνομηλίκων, απελευθερώνουν τη φαντασία τους, αντιλαμβάνονται τον κόσμο και τη δική τους θέση μέσα στο πλαίσιο των πολιτισμών

5. Παραμύθι και δημιουργική σκέψη

Πολυάριθμες έρευνες έχουν εδώ και καιρό δείξει την συμβολή του παραμυθιού στην πολύπλευρη ανάπτυξη του παιδιού και του εφήβου και το ρόλο που διαδραματίζει στον εμπλουτισμό του γνωστικού, συγκινησιακού και ηθικού ρεπερτορίου του. Ειδικότερα, ένα απο τα πεδία στα οποία έχει εστιάσει η σχετική έρευνα έχει να κάνει με τη συμβολή του παραμυθιού στην ανάπτυξη της δημιουργικής σκέψης του παιδιού. Το λαϊκό παραμύθι είναι ένα από τα πιο κατάλληλα μέσα για την ανάπτυξη της δημιουργικότητας των παιδιών. Αυτό συμβαίνει γιατί βρίθει από φανταστικές εικόνες και σύμβολα, παραβολές και μεταφορές, που του προσδίδουν μεγάλη παιδαγωγική και μορφωτική αξία, αλλά και γιατί διαθέτει μιαν εξίσου σημαντική ψυχολογική λειτουργία, μέσα από τους μηχανισμούς ταύτισης των παιδιών με τους κεντρικούς ήρωες.

Η δημιουργικότητα δεν περιλαμβάνει απλώς την ικανότητα του ατόμου για έκφραση, αλλά περιλαμβάνει, επίσης, την ικανότητά του να ανταποκρίνεται δημιουργικά σε μεταβαλλόμενες καταστάσεις, να επιλύει προβλήματα, να αντιδρά αποτελεσματικά σε προκλήσεις και να οδηγείται σε θετικά αποτελέσματα. Πλέον, στον πυρήνα όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης βρίσκεται η έννοια της δημιουργικότητας των «συνηθισμένων ανθρώπων», η οποία θεωρείται ως η ικανότητα του ατόμου να επιλύει τα καθημερινά προβλήματα και να εκφράζεται δημιουργικά.

Από την άποψη της σύγχρονης διδακτικής του παραμυθιού έχει προβληθεί η σημασία της «Παιδαγωγικής του βιώματος», η οποία αφήνει στο παιδί το δρόμο ανοιχτό για την υποκειμενική, βιωματική εντύπωση, με απώτερο παιδαγωγικό στόχο «να προαχθεί και να ενισχυθεί η εξέλιξη της δύσκολα κατανοητής προσωπικότητας του παιδιού, προπάντων στον συγκινησιακό τομέα. Μ’ αυτό τον τρόπο προκύπτει μεγαλύτερη εγγύτητα προς τις δημιουργικές, παρά προς τις γνωστικές σκοποθεσίες»

Απο το 2006 και μετά η διδακτική του παραμυθιού έχει εισαχθεί με συστηματικό τρόπο στα Αναλυτικά Προγράμματα του νηπιαγωγείου και του δημοτικού. Αφενός εντάσσεται λειτουργικά στο γλωσσικό μάθημα, για την επίτευξη του εγγραμματισμού, και αφετέρου λειτουργεί ως αφόρμηση για την εφαρμογή σχεδίων εργασίας σε όλα τα μαθήματα.

Οι παρακάτω παράγοντες συμβάλλουν και ενισχύουν την ανάπτυξη της δημιουργικής ικανότητας των παιδιών και των νέων ατόμων:
• ευελιξία όσον αφορά τη χρήση του χώρου και του χρόνου
• διαθεσιμότητα απαραίτητων υλικών
• εργασία έξω από την τάξη/ το σχολείο
• «παιγνιώδεις» προσεγγίσεις ή προσεγγίσεις που βασίζονται στο παιχνίδι και παρέχουν στο μαθητευόμενο κάποιο βαθμό αυτονομίας
• ευκαιρίες για συνεργασία μεταξύ των μαθητών
• συνεργασία με εξωσχολικούς παράγοντες/φορείς
• επίγνωση των αναγκών των μαθητών
• απουσία ενός δεσμευτικού, επιτακτικού προγράμματος μαθημάτων.

6. Συναισθηματική και ηθική ανάπτυξη

Τα παραμύθια βοηθούν τα παιδιά «να αναγνωρίσουν και να αποδεχθούν τα συναισθήματά τους, καθώς επίσης και να κατανοήσουν την επαφή με τους άλλους ανθρώπους» (Wilson, 1983, σ. 9). Μια ιστορία, προκειμένου να καταφέρει να κερδίσει την προσοχή του παιδιού «θα πρέπει να το διασκεδάζει και να διεγείρει την περιέργειά του. Αλλά, για να μπορέσει να εμπλουτίσει τη ζωή του, θα πρέπει να διεγείρει τη φαντασία του, να το βοηθάει να αναπτύξει το πνεύμα του και να ξεδιαλύνει τα συναισθήματά του, να εναρμονίζεται με τις ανησυχίες και τις φιλοδοξίες του, να αναγνωρίζει πλήρως τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, ενώ, ταυτόχρονα, θα πρέπει να προτείνει λύσεις στα προβλήματα που το διαταράσσουν» (Bettelheim, 1976, σ. 5).
Με τη βοήθεια των παραμυθιών, τα παιδιά «μπορούν να εκφράσουν τις εσωτερικές σκέψεις και τα συναισθήματά τους και αυτή η ανακουφιστική εμπειρία μπορεί να συγκριθεί με το άνοιγμα της πόρτας της φυλακής. Το να έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν σκέψεις και συναισθήματα με συμβολικό τρόπο είναι σαν να διαφεύγουν μέσω της μεταμφίεσης» (Thomas, 1999, σ. 43). «Τα παραμύθια μας προμηθεύουν με τη λεκτική δύναμη και τις αφηγηματικές ικανότητες για να εγγράψουμε τις ελπίδες και τις επιθυμίες μας στον κόσμο. Κρύβουν και ταυτόχρονα αποκαλύπτουν τα βαθύτερά μας κίνητρα και ένστικτα που δεν μπορούμε να αρθρώσουμε με έναν εντελώς ορθολογικό τρόπο, δίνοντάς τους συμβολική μορφή» (Zipes, 1988, σ. 26).
Τόσο στα παραμύθια, όσο και στις λαϊκές ιστορίες (folk stories) το καλό και το κακό δεν είναι απλώς εύκολα αναγνωρίσιμα, αλλά, στην εξέλιξη του παραμυθιού, οι καλοί και οι δίκαιοι ήρωες επιβιώνουν, ξεπερνούν τις αντιξοότητες και ανταμείβονται. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Fitzgerald (1978), «αυτή η ηθική σύμβαση (moral convention) παρέχει στο νεαρό αναγνώστη ένα λειτουργικό πλαίσιο, το οποίο μπορεί να εμφανίζεται στερεοτυπικά στο ώριμο μυαλό του ενήλικα, αλλά για το παιδί έχει μεγάλη ψυχολογική σημασία επειδή του επιτρέπει σημαντική ελευθερία εντός των ορίων του: υπάρχει περιπέτεια, ενθουσιασμός και φόβος» (σ. 15). Κατά αυτόν τον τρόπο, το παιδί μυείται στον κόσμο των ενηλίκων με το να πειραματίζεται και να ελέγχει εσωτερικά τις αντιδράσεις του απέναντι στον εξωτερικό κόσμο της ιστορίας, «δημιουργώντας έτσι τη δική του στάση σε σχέση με τους χαρακτήρες και τα γεγονότα και, κατά συνέπεια, αποκαλύπτοντας στον εαυτό του τους δικούς του φόβους» (Fitzgerald, 1978, σ. 15). Όταν το κακό ηττάται και το καλό λαμβάνει δίκαιη ανταμοιβή, το παιδί αισθάνεται ικανοποίηση. Αυτές οι ηθικές συμβάσεις παρέχουν στο παιδί μια ασφαλή βάση, πάνω στην οποία μπορεί να πατήσει και να οδηγηθεί στην διερεύνηση, στην ανίχνευση, στην ανακάλυψη (Fitzgerald, 1978) και τελικά στη δημιουργικότητα.

Το μήνυμα που περνούν τα παραμύθια στα παιδιά είναι ότι «ένας αγώνας απέναντι στις σοβαρές δυσκολίες της ζωής είναι αναπόφευκτος, αποτελεί τμήμα της ύπαρξης του ατόμου, αλλά μπορεί κανείς να κυριαρχήσει πάνω στα εμπόδια και να βγει νικητής στο τέλος» (Danilewitz, 1991, σ. 89). Η ισορροπημένη ανάπτυξη και η επιτυχής κατάληξη της ιστορίας ανάμεσα στην εισαγωγική φράση «Μια φορά κι έναν καιρό…» και στην καταληκτική φράση «Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» «απεικονίζει, επίσης, την απόλυτη αρμονία του κόσμου, όπως απεικονίζεται από το παραμύθι. Οι απαρχές της ιστορίας ανακοινώνουν στο παιδί ότι αυτό που πρόκειται να ακούσει απέχει από το συγκεκριμένο κόσμο της συνηθισμένης πραγματικότητας. Το παραμύθι ξεναγεί το παιδί σε ένα μαγικό κόσμο και μετά το επαναφέρει ομαλά στην πραγματικότητα» (Danilewitz, 1991, σ. 90). Το παραμύθι εισάγει με αυτό τον τρόπο το παιδί στην κατανόηση του κόσμου, αλλά συνδράμει στην ψυχική του εκτόνωση, καθώς «τρέφει το θάρρος του παιδιού να διευρύνει τους ορίζοντές του και να αντιμετωπίσει όλες τις προκλήσεις με επιτυχία» (Danilewitz, 1991, σ. 91). Τα παραμύθια ενθαρρύνουν και συμβάλλουν στο να κτιστεί ένα περιβάλλον συναισθηματικής ασφάλειας και εμπιστοσύνης, διότι «επιτρέπουν στα παιδιά να εισέλθουν με τη φαντασία τους σε προσωπικότητες και καταστάσεις που υπάρχουν μέσα στον κόσμο του παραμυθιού και μετά τους επιτρέπουν να επιστρέψουν με ασφάλεια στον πραγματικό τους κόσμο» (Thomas, 1999, σ. 42). Πολλές φορές, το “σκληρό” και το βίαιο στοιχείο που έχουν κάποια παραμύθια βοηθιύν τα παιδιά να κατανοήσουν τις δυσκολίες της μετάβασης στην εφηβική και ενήλικη ζωή.

7. Παραμύθι και γλωσσική ανάπτυξη

Οι εκπαιδευτικοί μέσα από τη δραματοποίηση των παραμυθιών μπορούν να ενθαρρύνουν τα παιδιά, να τα ενισχύουν, να τους παρέχουν πληροφορίες, να τα παρακινήσουν να εκφρασθούν. Συχνά τα παιδιά σιωπούν μέσα στην τάξη και δεν βρίσκουν το λόγο να μιλήσουν κατά τη διάρκεια του εκπαιδευτικού προγράμματος. Για να σπάσει τη σιωπή τους ο εκπαιδευτικός, πρέπει να τους εμπλέξει συναισθητικά με τους ήρωες της ιστορίας του παραμυθιού, σαν να συνέβαινε σε αυτούς (Li-Yu Chang, 2009). Μέσα από ένα καλά σχεδιασμένο παιχνίδι ρόλων, οι μαθητές είναι σε θέση να επικοινωνούν μεταξύ τους, τείνουν να ξεπεράσουν τους φόβους της γλωσσικής τους ανεπάρκειας και μπορούν να κάνουν την καλύτερη δυνατή χρήση των γλωσσικών δεξιοτήτων, που ήδη κατέχουν (Somers, 1994). Οι εκπαιδευτικοί ενθαρρύνουν τους μαθητές να μιλήσουν, να επικοινωνήσουν, έστω και αν έχουν περιορισμένο λεξιλόγιο, προωθώντας τη χρήση της μη λεκτικής επικοινωνίας (Desiatova, 2009 στο Griva & Chostelidou, 2012). Η ενεργητική εμπλοκή των παιδιών στην ιστορία του παραμυθιού τα βοηθά να ενισχύσουν την κατανόηση του προφορικού λόγου με την ενεργοποίηση του εσωτερικού σημασιολογικού συστήματος και να μειώσουν τη νευρικότητα τους μέσα στην τάξη (Donoghue & Kunkle, 1979). Ο Wagner (1998), τονίζει επίσης ότι η κατανόηση των μικρών παιδιών εξαρτάται από τη σχετική γνώση που διαθέτουν και από την κιναισθητική εμπειρία. Ομοίως και ο Culham (2002), υποστηρίζει ότι η ενσωμάτωση της ενεργητικής εμπλοκής των παιδιών στη μάθηση, διευκολύνει την ανάκληση της νέας λέξης, της έννοιας, ή της πληροφορίας. Μέσα από το παραμύθι συχνά οι μαθητές καλούνται να σχεδιάσουν παιχνίδια, να υποδυθούν ρόλους, ή να εμπλακούν σε μια σειρά από σωματικές δραστηριότητες οι οποίες εξυπηρετούν την ανάγκη των παιδιών για δράση και κίνηση, τους δίνουν ευκαιρίες να γνωρίσουν πλήρως τα μη λεκτικά στοιχεία της γλώσσας. Τα σωματικά παιχνίδια παρέχουν στους μαθητές πλούσια εμπειρία της χρήσης της γλώσσας μέσα από τη συμμετοχή τους στο να ακούν οδηγίες και κανόνες του παιχνιδιού, όταν ζητούν διευκρινήσεις από τον δάσκαλο, όταν αλληλεπιδρούν με τους άλλους συνομηλίκους συμπαίκτες τους (Griva & Chostelidou, 2012).
Τα παραμύθια είναι πολύτιμο εργαλείο για τους μικρούς μαθητές, καθώς τους προσφέρουν γλωσσικά, κινητικά και προσωπικά οφέλη σε ένα ασφαλές και άνετο περιβάλλον (Shin, 2006),το οποίο μειώνει το στρες και το άγχος των μικρών παιδιών και ως εκ τούτου οδηγεί σε μια πιο επιτυχημένη απόκτηση της γλώσσας (Mixon & Temu, 2006 στο Griva & Chostelidou, 2012). Με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά είναι ικανά να εξασκούν τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους (Halliwell, 1992). Ο Tsang (στο Γρίβα & Σέμογλου, 2013) υποστηρίζει ότι «η φαντασία και η κινητοποίηση των παιδιών για μάθηση μπορούν να ενισχυθούν μέσα από την ενεργή συμμετοχή τους σε δημιουργικές δραστηριότητες». Οι μικροί μαθητές προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο γύρω τους και χρησιμοποιούν τη φαντασία τους, για να ελέγξουν τη δική τους εκδοχή για τον κόσμο και να τον κατανοήσουν καλύτερα (Halliwell, 1992). Επομένως είναι σημαντικός ο σχεδιασμός δραστηριοτήτων που να ενεργοποιούν τη φαντασία τους και να τους παρέχουν κίνητρα για δράση (μίμηση, εξωλεκτική έκφραση κτλ). Τα μικρά παιδιά έχουν περιορισμένο εύρος μνήμης με αποτέλεσμα να ξεχνούν γρήγορα αυτά που μαθαίνουν, αλλά μπορούν να θυμούνται καλύτερα τα πράγματα με τα οποία έχουν ασχοληθεί και έχουν συμμετάσχει ενεργά στην όλη διαδικασία (Shipton, Mackenzie & Shipton, 2006 στο Γρίβα-Σέμογλου, 2013). Όταν τα παιδιά αφηγούνται ένα παραμύθι αποκτούν αυτοπεποίθηση, συμμετέχουν ενεργά στην τάξη, ανταλλάσσουν απόψεις, συνεργάζονται, αλληλοβοηθούνται, κυρίως ασκούν τον προφορικό τους λόγο (Collins, 2010). Επιπλέον ακούγοντας ιστορίες, δίνεται η ευκαιρία στον εκπαιδευτικό να εισάγει, ή να επαναλάβει νέο λεξιλόγιο, να εκθέσει τους μαθητές σε ποικίλα και γνωστά γλωσσικά πλαίσια (Halliwell, 1992). Παράγοντες κλειδιά για την απόκτηση λεξιλογίου για τα μικρά παιδιά μέσα από την ανάγνωση παραμυθιών, αποτελούν οι πλούσιες επεξηγήσεις των λέξεων και η συχνότητα ανάγνωσης παραμυθιών από τους γονείς τους και το περιβάλλον του σπιτιού. Τα παιδιά που τους διαβάζουν συχνά παραμύθια οι γονείς τους, έχουν την εμπειρία εκμάθησης λέξεων από το κείμενο και τις εικόνες του παραμυθιού και είναι πιθανόν να είναι εξοικειωμένα με τα είδη των ανταλλαγών που συμβαίνουν κατά την ανάγνωση (π.χ. συζήτηση για τις εικόνες, το κείμενο, διάλογος για το περιεχόμενο). Η συχνότητα ανάγνωσης παραμυθιών στα παιδιά από τους γονείς, εκτός από την απόκτηση λεξιλογίου, συμβάλλει σημαντικά και στον εγγραμματισμό των παιδιών τους. Τα μικρά παιδιά αποκτούν νέο λεξιλόγιο σε ποσοστό 30% με την απλή ακρόαση του παραμυθιού ωστόσο, όταν κατά τη διάρκεια της δυνατής ανάγνωσης του παραμυθιού, δίνονται πλούσιες επεξηγήσεις των νέων λέξεων, τότε κατακτούν πολύ περισσότερες (50%) λέξεις (Collins, 2010). Οι πλούσιες επεξηγήσεις του λεξιλογίου είναι εξαιρετικά χρήσιμες για την εκμάθηση νέων λέξεων στα μικρά παιδιά ακόμα και όταν οι λέξεις είναι πιο εξειδικευμένες και σπάνιες. Οι επεξηγήσεις των νέων λέξεων στο πλαίσιο του παραμυθιού γίνονται με χειρονομίες, με τη χρήση συνώνυμων φράσεων, με εικόνες με ορισμούς. Η ανάγνωση παραμυθιών στα μικρά παιδιά, η συμμετοχή τους σε συζητήσεις και η έκθεση τους σε σπάνιες λέξεις επηρεάζουν την πρώιμη ανάπτυξη του λεξιλογίου τους (Beals, 1997; DeTemple & Snow, 2003; Weizman & Snow, 2001). Η ανάγνωση παραμυθιών στα νήπια αποτελεί ένα ισχυρό μέσο, για να υποστηριχθούν στην απόκτηση λεξιλογίου και στην καλλιέργεια της γλωσσικής τους έκφρασης (Karweit & Wasik, 1996; Reese & Cox, 1999; Sιnιchal, Thomas, & Monker, 1995; Wasik & Bond, 2001; Wasik, Bond, & Hindman, 2006), Επιπλέον η έκθεση των παιδιών προσχολικής ηλικίας σε σπάνιο λεξιλόγιο και η υποστηρικτική συζήτηση για τις λέξεις με τους ενήλικες, επηρεάζει το λεξιλόγιό τους, το οποίο αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα πρόβλεψης της μετέπειτα αναγνωστικής τους κατανόησης

8. Παραμύθι και εγγραματισμός

Το παραμύθι συμβάλλει ουσιαστικά, ενθαρρύνει, προωθεί και υποστηρίζει την εξοικείωση των παιδιών με όλες τις εκφάνσεις της γλώσσας, γιατί δίνει την ευκαιρία στα παιδιά να προσεγγίσουν τις μορφές που παίρνει ο προφορικός λόγος σε διαφορετικές καταστάσεις επικοινωνίας. Άλλωστε είναι γνωστό ότι. οι μαθητές μαθαίνουν τη γλώσσα μέσα από τη χρήση της για επικοινωνία και την εμπλοκή τους σε διαδραστικές επικοινωνιακές δραστηριότητες (Fernadez, 2008). Το νηπιαγωγείο με βασικό εκπαιδευτικό εργαλείο το παραμύθι, εφοδιάζει όλα τα παιδιά με τις απαραίτητες βασικές ικανότητες, που δεν είναι άλλο από ένα συνδυασμό γνώσεων, δεξιοτήτων, αξιών και στάσεων, διευρύνει το γλωσσικό τους ορίζοντα, εμπλουτίζοντας το ήδη αποκτημένο από αυτά λεξιλόγιο και τις ήδη αποκτημένες γλωσσικές τους δομές, καλλιεργεί νοητικά και ψυχοκινητικά τα νήπια, βοηθά στην κοινωνικοποίηση και στην προετοιμασία, για την πρόσληψη και την κατανόηση του κόσμου που τα περιβάλλει, καλλιεργεί στα παιδιά την ευαισθητοποίηση και την ανεκτικότητα έναντι των πολιτισμικών διαφορών (Gerlich et al., 2010 στο Griva & Chostelidou, 2012). Τα παιδιά μέσα από το παραμύθι υιοθετούν θετικές στάσεις απέναντι στη μάθηση, εμπλέκονται ενεργά στη μαθησιακή διαδικασία και έχουν συστηματικές ευκαιρίες να εξασκήσουν την προφορική τους έκφραση, εμπλουτίζουν τον προφορικό τους λόγο, αλληλεπιδρούν με το φυσικό και κοινωνικό τους περιβάλλον, κινούνται, παίζουν και χαίρονται. Επίσης μέσα από το παραμύθι προσφέρονται πολλά και ποικίλα ερεθίσματα γραπτού λόγου, που έχουν στόχο την υποστήριξη του αναδυόμενου εγγραμματισμού στους μικρούς μαθητές, αλλά και του τεχνολογικού εγγραμματισμού. Οι ερευνητές συμφωνούν ότι ο εγγραμματισμός των παιδιών αρχίζει ήδη από τη βρεφική ηλικία (Scarborough, 2002; Whitehurst & Lonigan, 2002), συνεχίζει ως αναδυόμενος εγγραμματισμός στο νηπιαγωγείο και στον γραμματισμό του σχολείου και φτάνει ακόμα και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (Cunningham & Stanovich, 1997).
Τα παιδιά που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα υστερούν σε σχέση με τους συνομηλίκους τους στον αναδυόμενο εγγραμματισμό, στη φωνολογική επίγνωση της γλώσσας και στην αναγνώριση λέξεων (Aram & Levin, 2001; Korat, Bachar, & Snapir, 2003; Levin, Korat, & Amsterdamer, 1996; Levin, Share, & Shatil, 1996). Για αυτά τα παιδιά απαιτείται το νηπιαγωγείο να κάνει έγκαιρες παρεμβάσεις για να καλύψει το έλλειμμα και να προσφέρει ανάλογες ευκαιρίες σε όλα τα παιδιά, να τα βοηθήσει να έρθουν σε επαφή με τη γλώσσα των κειμένων, να αποκτήσουν κίνητρα για την εκμάθηση και τη χρήση της γλώσσας γεγονός, που μπορεί να συμβάλλει στη σχολική τους επιτυχία. (Οδηγός Νηπιαγωγού, 2006). Τα παιδιά που έχουν από το σπίτι τους πλούσιες εμπειρίες αλφαβητισμού έχουν κατακτήσει βασικές έννοιες σχετικά με το πώς οργανώνεται και πως χρησιμοποιείται ο γραπτός λόγος για να μεταφέρει νοήματα, πως χρησιμοποιούνται λεκτικές δομές, όπως «μια φορά και έναν καιρό ..», ή «ήταν μια φορά ..», για να ξεκινήσει ή να συνεχίσει ένα παραμύθι του γραπτού λόγου, έχουν διαμορφώσει ιδέες που αφορούν το από πού αρχίζουμε να διαβάζουμε, προς ποια κατεύθυνση ρέει η γραφή. Όλα αυτά συνιστούν μια πολύ σημαντική υποδομή και ένα πολύ υποστηρικτικό πλαίσιο για τα παιδιά, που αν δεν παρέχεται από το σπίτι, πρέπει να είναι σε θέση να το εξασφαλίσει το σχολείο.

Σταμπουλοπούλου Ανδ. Μαρία
Ειδική Παιδαγωγός, MSc, PhD
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας